τιτλούχος

From LSJ

Ῥῆμα παράκαιρον τὸν ὅλον ἀνατρέπει βίον → Vitae lues vox missa non in tempore → Ein Wort zur Unzeit stülpt das ganze Leben um

Menander, Monostichoi, 466

Greek Monolingual

-α, -ο, θηλ. και -ος, Ν
αυτός που φέρει τίτλο ευγενείας ή αξιώματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τίτλος + -ούχος (< έχω)].