τμᾶμα

Greek (Liddell-Scott)

τμᾶμα: τό, = τμῆμα, Ἀρχιμ. ἔκδ. Heiberg. τ. 1, σελ. 276. 400. 440, κλπ., τ. 2, σ. 4. 6. 192. 200. 302, κλπ.