τοναδίγια
From LSJ
τὸν θάνατον τί φοβεῖσθε, τὸν ἡσυχίης γενετῆρα, τὸν παύοντα νόσους καὶ πενίης ὀδύνας → why fear ye death, the parent of repose, who numbs the sense of penury and pain
Greek Monolingual
η, Ν
είδος σύντομης σατιρικής μουσικής κωμωδίας που γνώρισε μεγάλη δημοτικότητα στην Ισπανία τον 18ο αιώνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ισπ. tonadilla, υποκορ. του tonada «είδος λαϊκού τραγουδιού» < tone «τόνος» (< λατ. tonus)].