τουρνέ
From LSJ
κακῶς ζῆν κρεῖσσον ἢ καλῶς θανεῖν → better to live ignobly than to die nobly, better to live badly than to die well
η, Ν
καλλιτεχνική περιοδεία θιάσου, μουσικού ή άλλου καλλιτεχνικού συγκροτήματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. tournee «περιοδεία» < ρ. tourner «γυρίζω, περιφέρομαι»].