τούγια

From LSJ

ἔστι γὰρ ὁ φίλος ἄλλος αὐτός → a friend, you see, is another self

Source

Greek Monolingual

και θούγια, η, Ν
βοτ. γένος γυμνόσπερμων φυτών που ανήκει στην οικογένεια κυπαρισσίδες της τάξης κωνοφόρα της κλάσης κωνιφερόφυτα και περιλαμβάνει 6 είδη ρητινοφόρων αειθαλών δένδρων και θάμνων τα οποία είναι ιθαγενή της Βόρειας Αμερικής και της ανατολικής Ασίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. thuja < λατ. thuia / thya, είδος κέδρου < ελλ. θύα / θύον.