τραβέρσο

From LSJ

Ἢ μὴ γάμει τὸ σύνολον ἢ γαμῶν κράτει → Aut caelebs vive aut dominus uxori tuae → Bleib ledig oder herrsche über deine Frau

Menander, Monostichoi, 215

Greek Monolingual

το, Ν
ναυτ. η θέση του πλοίου σε καιρό τρικυμίας με την πλώρη προς τον άνεμο, αλλ. αντιμονή («πλεύση τραβέρσο»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. traverso «λοξά, πλαγίως, από το πλάι»].