τραγανιστός

From LSJ

Βουλῆς γὰρ ὀρθῆς οὐδὲν ἀσφαλέστερον → Nam tutior res nulla consilio bono → Denn nichts führt weniger irre als ein guter Rat

Menander, Monostichoi, 68

Greek Monolingual

-ή, -ό, Ν
αυτός που τρίζει κατά τη μάσηση, τραγανός («τραγανιστές πατάτες»).
επίρρ...
τραγανιστά Ν
με τραγανιστό τρόπο, με τραγάνισμα.