τραγοπρόσωπος

From LSJ

Τῶν γὰρ πενήτων εἰσὶν οἱ λόγοι κενοί → Haud pondus ullum pauperum verbis inest → Denn der Armen Worte haben kein Gewicht

Menander, Monostichoi, 512
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρᾰγοπρόσωπος Medium diacritics: τραγοπρόσωπος Low diacritics: τραγοπρόσωπος Capitals: ΤΡΑΓΟΠΡΟΣΩΠΟΣ
Transliteration A: tragoprósōpos Transliteration B: tragoprosōpos Transliteration C: tragoprosopos Beta Code: tragopro/swpos

English (LSJ)

τραγοπρόσωπον, goat-faced, Suid. s.v. Μένδην.

German (Pape)

[Seite 1133] mit einem Bocksgesicht, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

τρᾰγοπρόσωπος: -ον, ὁ ἔχων πρόσωπον τράγου, Σουΐδ. ἐν λέξ. Μένδην· «οὕτω καλοῦσι τὸν Πᾶνα Αἰγύπτιοι ὡς τραγοπρόσωπον, τῷ καὶ τὸν τράγον τῇ αὐτῶν διαλέκτῳ οὕτω καλεῖν».

Spanish

de cara de macho cabrío

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που έχει πρόσωπο τράγου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τράγος + -πρόσωπος (< πρόσωπον), πρβλ. αιγο-πρόσωπος, ορνιθο-πρόσωπος.

Léxico de magia

-ον de cara de macho cabrío de una figurilla modelada ποίησον ἐκ σεμιδάλεως ζῴδια γʹ· ταυροπρόσωπον, τραγοπρόσωπον κριοπρόσωπον haz con harina de flor de trigo tres figuras: una con cara de toro, otra de macho cabrío y otra de carnero P XIII 33