τραχήλι

From LSJ

τὸ θέλημά σου τὸ ἀγαθὸν καὶ τέλειον, πάτερ → your good and perfect will, Father

Source

Greek Monolingual

το, Ν
ο τράχηλας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τράχηλος, κατά τα ουδ. σε -ι (πρβλ. και τράχηλας)].