τραχηλόσπερμο

From LSJ

οὐκ ἔστι λύπης, ἄν περ ὀρθῶς τις σκοπῇ, ἄλγημα μεῖζον τῶν ἐν ἀνθρώπου φύσει → amongst the natural ills of man there is, if one but look at it aright, no greater pain than grief

Source

Greek Monolingual

το, Ν
βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια αποκυνίδες της τάξης γεντιανώδη και περιλαμβάνει 10 περίπου είδη αειθαλών θαμνόμορφων αναρριχητικών φυτών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. trachelospermum (< τράχηλος + σπέρμα)].