Μὴ λοιδόρει γυναῖκα μηδὲ νουθέτει → Noli increpare neu monere mulierem → Schimpf' eine Frau nicht aus noch weise sie zurecht
και παλ. τ. τρελλαμένος, -η, -ο, Νβλ. τρελαίνω.