τριζόνι

From LSJ

στεφανηφορήσας καὶ ἱερατεύσας → having worn the crown and having had the priesthood

Source

Greek Monolingual

το, Ν
ζωολ. (κν. ονομ.) το έντομο γρύλλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρίζω + κατάλ. -όνι, κατά τα ον. τρυγόνι, αηδόνι κ.ά.].