στεφανηφορήσας καὶ ἱερατεύσας → having worn the crown and having had the priesthood
το, Νζωολ. (κν. ονομ.) το έντομο γρύλλος.[ΕΤΥΜΟΛ. < τρίζω + κατάλ. -όνι, κατά τα ον. τρυγόνι, αηδόνι κ.ά.].