τρικτύαρχος
From LSJ
Χαίρειν ἐπ' αἰσχροῖς οὐδέποτε χρὴ πράγμασιν → Non decet in rebus esse laetum turpibus → In schlimmer Not ist Freude niemals angebracht
Greek (Liddell-Scott)
τρικτύαρχος: ὁ, καὶ τρικτυαρχοῦντες, οἱ, ἄρχων τριττύος, Ἐπιγρ. Δήλου ἐν Bull. d. cor. hell. σ. 31, 36, 39, Συναγωγὴ Λ. Ἀθησ. Κουμανούδη.
Greek Monolingual
ὁ, Α
βλ. τριττύαρχος.