τριπτέον

English (LSJ)

(τρίβω) one must rub or grind, Gal.6.229, Gp.5.51.2.

Greek (Liddell-Scott)

τριπτέον: ῥημ. ἐπίθετ. τοῦ τρίβω, δεῖ τρίβειν, Γεωπον. 5. 51, 17.