τρισάξιος
From LSJ
Ἐχθροῦ παρ' ἀνδρὸς οὐδέν ἐστι χρήσιμον → Inimicus homo nil umquam praestat utile → Von einem Feind kommt niemals etwas Nützliches
-α, -ο, Ν
πάρα πολύ άξιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επιτατ. τρισ- / τρι- + άξιος. Η λ. μαρτυρείται από το 1884 στον Γεώργιο Βιζυηνό].