-η, -ο, Νπάρα πολύ δοξασμένος, ενδοξότατος.[ΕΤΥΜΟΛ. < επιτατ. τρισ-/τρι- + ένδοξος. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στον Αλέξ. Σούτσο].