τρισευγενής

Greek (Liddell-Scott)

τρισευγενής: -ές, τρὶς εὐγενής, πάνυ εὐγενής, εὐγενέστατος, Κ. Μανασσ. Χρον. 4976.

Greek Monolingual

-ές, Μ
ευγενέστατος, με πάρα πολύ ευγενή καταγωγή, με πολύ ανώτερη γενιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επιτατ. τρισ- / τρι- + εὐγενής.