τροχοπέδιλο

From LSJ

Ὁπόσον τῷ ποδὶ περρέχει τᾶς γᾶς, τοῦτο χάρις → Every inch of his stature is grace

Theocritus, Idylls, 30.3

Greek Monolingual

το, Ν
ξύλινο ή μεταλλικό πέδιλο με μικρούς τροχούς, κν. πατίνι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τροχός + πέδιλο. Η λ., στον πληθ. τροχοπέδιλα, μαρτυρείται από το 1893 στο περιοδικό Νέον Πνεύμα].