χρῆσαι κακοῖσι τοῖς ἐμοῖς, εἰ κερδανεῖς → use my shame, if any good
ο / τρυπητήρ, -ῆρος, ΝΑτο τρυπητήριαρχ.χάλκινο ή πήλινο αγγείο με πολλές οπές, τρυπητό, σουρωτήρι.[ΕΤΥΜΟΛ. < τρυπῶ + κατάλ. -τήρ (πρβλ. κινη-τήρας)].