τσόκαρο

From LSJ

Τὴν ἀρχὴν ὅ, τι καὶ λαλω̃ ὑμι̃ν (John 8:25) → Just what I have been saying to you from the very beginning

Source

Greek Monolingual

το, Ν
1. πέδιλο με ξύλινη σόλα
2. μτφ. (για γυναίκα) φαρμακόγλωσσα, κουτσομπόλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. zoccolo, υποκορ. του zocco].