Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

τυροκομία

From LSJ

Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these

Euripides, Suppliants, 968

Greek Monolingual

η, Ν
1. η τέχνη της παρασκευής τυριού
2. ο αντίστοιχος κλάδος της βιομηχανίας τροφίμων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τυροκομώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1854 στον Στ. Σταθόπουλο].