τυροκομία
From LSJ
ἀμείνω δ' αἴσιμα πάντα (Odyssey VII.310 / XV.71) → all things are better in moderation
Greek Monolingual
η, Ν
1. η τέχνη της παρασκευής τυριού
2. ο αντίστοιχος κλάδος της βιομηχανίας τροφίμων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τυροκομώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1854 στον Στ. Σταθόπουλο].