τόρνευση
From LSJ
Greek Monolingual
η / τόρνευσις, -εύσεως, ΝΜΑ τορνεύω
η ενέργεια του τορνεύω, κατεργασία με τόρνο ξύλινου, μεταλλικού ή άλλου αντικειμένου, τορνάρισμα.
η / τόρνευσις, -εύσεως, ΝΜΑ τορνεύω
η ενέργεια του τορνεύω, κατεργασία με τόρνο ξύλινου, μεταλλικού ή άλλου αντικειμένου, τορνάρισμα.