τόρνευση

From LSJ

πληγέντες αὐτόχειρι σὺν μιάσματι → brothers smitten by mutual slaughter

Source

Greek Monolingual

η / τόρνευσις, -εύσεως, ΝΜΑ τορνεύω
η ενέργεια του τορνεύω, κατεργασία με τόρνο ξύλινου, μεταλλικού ή άλλου αντικειμένου, τορνάρισμα.