υβρίγελως

From LSJ

χρόνῳ μὲν ἀγρεῖ Πριάμου πόλιν ἅδε κέλευθος → in time this expedition will capture the city of Priam

Source

Greek Monolingual

-έλωτος, ὁ, Α
υβριστικό, χλευαστικό γέλιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕβρις + γέλως.