υδατόμετρο

From LSJ

ναύτης ὁ ἐν τῇ νηῒ μένων βούλεται τοὺς τέτταρας φίλους ἰδεῖν → the sailor staying on the ship wants to see his four friends

Source

Greek Monolingual

το, Ν
το υδρόμετρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ύδωρ, ύδατος + μέτρο].