υδρεντεροκήλη

From LSJ

αἵματος ῥυέντος ἐκχλοιοῦνται → when the blood runs, they turn pale

Source

Greek Monolingual

ἡ, Α
μορφή υδροκήλης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υδρ(ο)- + ἐντεροκήλη.