Βέβαιον οὐδέν ἐστιν ἐν θνητῷ βίῳ → Nihil, ut videtur, proprium in vita datur → Nichts Festes gibt's im Leben eines Sterblichen
ο, Ν
1. διάταξη για την κατανομή του προερχόμενου από έναν κεντρικό αγωγό νερού σε δύο ή περισσότερους αγωγούς
2. είδος φυτού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υδρ(ο)- + σύρτης.