ἡ τῶν θεῶν ὑπ' ἀνθρώπων παραγωγή → deceit of gods by humans
ο, η / ὑμνολόγος, -ον, ΝΜΑαυτός που ψάλλει ή συνθέτει εκκλησιαστικούς, ιδίως, ύμνουςνεοελλ.αυτός που απευθύνει ύμνους σε κάποιον, που εξυμνεί, που εγκωμιάζει.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕμνος + -λόγος].