υμνόφιλος

From LSJ

πάτερ, ἄφες αὐτοῖς, οὐ γὰρ οἴδασιν τί ποιοῦσιν → father, forgive them, for they know not what they do

Source

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που αγαπά τους εγκωμιαστικούς ύμνους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕμνος + φίλος (πρβλ. λογόφιλος)].