υπέρκερως

From LSJ

πάτερ, ἄφες αὐτοῖς, οὐ γὰρ οἴδασιν τί ποιοῦσιν → father, forgive them, for they know not what they do

Source

Greek Monolingual

-ων, Α
αυτός που έχει πάρα πολύ μεγάλα κέρατα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + -κερως (< κέρας), πρβλ. μεγαλό-κερως].