υπέρλεπτος

From LSJ

πᾶς ὁ ὑψῶν ἑαυτὸν ταπεινωθήσεται καὶ ὁ ταπεινῶν ἑαυτὸν ὑψωθήσεται → for everyone who exalts himself will be humbled, and he who humbles himself will be exalted (Luke 14:11)

Source

Greek Monolingual

-η, -ο / ὑπέρλεπτος, -ον, ΝΑ
λεπτότατος
νεοελλ.
φρ. «υπέρλεπτη υφή»
φυσ. ο διαχωρισμός τών φασματικών γραμμών σε μια σειρά από συνιστώσες τους ως αποτέλεσμα ορισμένων, πυρηνικής φύσεως, αιτίων.