υπανακλίνω

From LSJ

πλὴν τῆς τεκούσης θῆλυ πᾶν μισῶ γένοςexcept for the one that gave birth to me, I hate the entire genus of women

Source

Greek Monolingual

Α ἀνακλίνω
(ενεργ. και μέσ.) γέρνω προς τα κάτω.