υπερείκω

From LSJ

τὸ σὸν εἰς ἡμᾶς ἐνδιάθετον → your disposition towards us

Source

Greek Monolingual

Α
πέφτω κάτω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + ἐρείκω «σχίζω, χωρίζω»].