υπερελίσσω
From LSJ
τραχὺς ἐντεῦθεν μελάμπυγός τε τοῖς ἐχθροῖς ἅπασιν → he is a tough black-arse towards his enemies, he is a veritable Heracles towards his enemies
Greek Monolingual
Α
περιστρέφω κάτι πάνω από κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + ἐλίσσω «περιστρέφω, περιτυλίσσω»].