υπερευήθης

From LSJ

στεφανηφορήσας καὶ ἱερατεύσας → having worn the crown and having had the priesthood

Source

Greek Monolingual

-εύηθες, Α
πάρα πολύ ανόητος ή αφελής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + εὐήθης «αφελής, χαζός»].