υπερευαίσθητος
From LSJ
ὃ γὰρ βούλεται, τοῦθ' ἕκαστος καὶ οἴεται → what he wishes to be true, each person also believes to be true | what he wishes, each person also believes
Greek Monolingual
-η, -ο, Ν
υπερβολικά ευαίσθητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υπερ- + ευαίσθητος. Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στον Γ. Κ. Στρατήγη].