υπερνίκηση

Greek Monolingual

η, Ν
1. υπερίσχυση, επικράτηση
2. μτφ. εξουδετέρωση δυσχερειών ή εμποδίων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υπερνικώ. Η λ., στον λόγιο τ. ὑπερνίκησις, μαρτυρείται από το 1879 στον Ν. Δραγούμη].