υπεροπτικώς

From LSJ

κόραξ δ' ἐπαίνῳ καρδίην ἐχαυνώθη → the flattered crow was filled with pride, the flattered crow became elate in heart

Source

Greek Monolingual

ὑπεροπτικῶς ΝΜΑ, και υπεροπτικά Ν
βλ. υπεροπτικός.