υπερουσιότητα
From LSJ
Δίωκε δόξην καὶ ἀρετήν, φεῦγε δὲ ψόγον → Virtutem sequere et laudem, fuge famam malam → Verfolge Ruhm und Tüchtigkeit, doch Tadel flieh
Greek Monolingual
η / ὑπερουσιότης, -ητος, ΝΜΑ ὑπερούσιος
εκκλ. (για τον Θεό) η ιδιότητα του υπερούσιου.