υποβιβρώσκω

From LSJ

ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → love your neighbor as yourself, thou shalt love thy neighbour as thyself, love thy neighbour as thyself

Source

Greek Monolingual

Α
κατατρώγω από κάτω («φάραγγες ὑποβεβρωμέναι», Διόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + βιβρώσκω «τρώω»].