υπογραμματέας

Greek Monolingual

ο / ὑπογραμματεύς, -έως, ΝΑ, και λόγιος τ. θηλ. ὑπογραμματεύς, Ν
νεοελλ.
βαθμός κατώτερου δικαστικού υπαλλήλου
αρχ.
δεύτερος γραμματέας, ιεραρχικά κατώτερος από τον πρώτο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + γραμματεύς / -έας].