υποθεραπεύω
From LSJ
Δαίμων ἐμαυτῷ γέγονα γήμας πλουσίαν → Malus sum mihimet ipse Genius, ducta divite → Ich stürzt' mich selbst ins Unglück durch die reiche Frau
Greek Monolingual
Μ
περιποιούμαι κάποιον σε μικρό βαθμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + θεραπεύω «περιποιούμαι»].