υφαρμόζω

Greek Monolingual

και αττ. τ. ὑφαρμόττω Α ἁρμόζω
1. προσαρμόζω κάτι κάτω από κάτι άλλο·2. συνενώνω κάτι με κάτι άλλο («ὡς ὑφαρμόσειε τῇ μασχάλῃ», Ιπποκρ.).