φαγέειν

From LSJ

ὁ γὰρ μανθάνων κιθαρίζειν κιθαρίζων μανθάνει κιθαρίζειν → he who is learning the harp, learns the harp by harping

Source

Greek (Liddell-Scott)

φᾰγέειν: καὶ φᾰγέμεν, Ἰων. καὶ Ἐπικ. ἀντὶ τοῦ φαγεῖν, Ὀδ.

Greek Monotonic

φᾰγέειν: και φᾰγέμεν, Επικ. αντί φαγεῖν.

Russian (Dvoretsky)

φᾰγέειν: ион. = φᾰγεῖν.