ὁ γὰρ μανθάνων κιθαρίζειν κιθαρίζων μανθάνει κιθαρίζειν → he who is learning the harp, learns the harp by harping
φᾰγέειν: καὶ φᾰγέμεν, Ἰων. καὶ Ἐπικ. ἀντὶ τοῦ φαγεῖν, Ὀδ.
φᾰγέειν: και φᾰγέμεν, Επικ. αντί φαγεῖν.
φᾰγέειν: ион. = φᾰγεῖν.