φανταχτός

From LSJ

οὔποτε ποιήσεις τὸν καρκίνον ὀρθὰ βαδίζειν → thou shalt never make the crab walk straight

Source

Greek Monolingual

και σφανταχτός, -ή, -ό, Ν
βλ. φανταστός.