φαραώ

From LSJ

Ὡς πάντα τιμῆς ἐστι πλὴν τρόπου κακοῦ → Ut cuncta nunc sunt cara, nisi mores mali → Charakterlosigkeit allein bleibt ohne Ehr

Menander, Monostichoi, 559

Greek Monolingual

(I)
ο, ΝΑ
άκλ.
1. ο τίτλος και το αξίωμα του βασιλιά της αρχαίας Αιγύπτου
2. τίτλος θρησκευτικών και πολιτικών αρχηγών της Αιγύπτου πριν από την περσική κατάκτηση
3. φρ. «οι δέκα πληγές του φαραώ»
βιβλ. βλ. πληγή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αιγυπτ. per-aa «ανάκτορο»].
(II)
το, Ν
άκλ. είδος τυχερού παιχνιδιού με τραπουλόχαρτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < faraon < αμερ. ισπ. faraon, πιθ. < ισπ. pharaoh].