φαρικόν
English (LSJ)
τό, some kind of poison, Nic.Al.398, Dsc.5.6; φαριακὸν φάρμακον in Phylarch.10 J.
German (Pape)
[Seite 1255] τό, ein unbestimmtes Gift, Nic. Al. 398.
Greek (Liddell-Scott)
φᾱρικόν: τό, εἶδος δηλητηρίου, Νικ. Ἀλεξιφ. 398 φαριακὸν φάρμακον Φύλαρχ. παρ’ Ἀθην. 81Ε.
Greek Monolingual
και φαριακόν, τὸ, Α
(ενν. φάρμακον) είδος άγνωστου δηλητηρίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθανότατα για παρ. σε -ικόν τοπωνυμίου ή ανθρωπωνυμίου].