φαρμακοχημεία

From LSJ

οὐδεὶς ἔστη παρὰ τῷ λέοντι ἡμᾶς φοβήσαντι → no one stood near the lion because it had frightened us

Source

Greek Monolingual

η, Ν
(παλ. όρος) μέρος της χημείας που έχει ως αντικείμενο μελέτης τις προερχόμενες από τα φαρμακευτικά φυτά ουσίες.