φατέ

From LSJ

λεπταῖς ἐπὶ ῥοπῆσιν ἐμπολὰς μακρὰς ἀεὶ παραρρίπτοντες → staking distant ventures on nice balancings

Source

Greek Monotonic

φᾰτέ: βʹ πληθ. του φημί.

Russian (Dvoretsky)

φᾰτέ: 2 л. pl. praes. к φημί.