φατνίο
From LSJ
Δειλοῦ γὰρ ἀνδρὸς δειλὰ καὶ φρονήματα → Etiam consilia ignava ignavi sunt viri → Des feigen Mannes Denkungsart ist feige auch
Δειλοῦ γὰρ ἀνδρὸς δειλὰ καὶ φρονήματα → Etiam consilia ignava ignavi sunt viri → Des feigen Mannes Denkungsart ist feige auch
το / φατνίον, ΝΜΑ φάτνη
1. υποκορ. τ. του φάτνη
2. ανατ. καθένα από τα κοιλώματα του οστού της φατνιακής απόφυσης της άνω και κάτω γνάθου, τα οποία υποδέχονται τις ρίζες τών δοντιών.