φατνίο

From LSJ

Δειλοῦ γὰρ ἀνδρὸς δειλὰ καὶ φρονήματα → Etiam consilia ignava ignavi sunt viri → Des feigen Mannes Denkungsart ist feige auch

Menander, Monostichoi, 128

Greek Monolingual

το / φατνίον, ΝΜΑ φάτνη
1. υποκορ. τ. του φάτνη
2. ανατ. καθένα από τα κοιλώματα του οστού της φατνιακής απόφυσης της άνω και κάτω γνάθου, τα οποία υποδέχονται τις ρίζες τών δοντιών.