φιλεραστία

English (LSJ)

ἡ, devotion to a lover, Pl.Smp. 213d, Aristaenet.1.18.

German (Pape)

[Seite 1276] ἡ, das Verliebtsein, die Neigung zu Liebschaften; Plat. Conv. 213 d; Aristaen. 1, 18.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
penchant à l'amour.
Étymologie: φιλεραστής.

Russian (Dvoretsky)

φιλεραστία:влюбчивость Plat., Arst.

Greek (Liddell-Scott)

φῐλεραστία: ἡ, ἡ ἀγάπη πρὸς ἐραστήν, ἡ πρὸς αὐτὸν ἀφοσίωσις, Πλάτ. Συμπ. 213D.

Greek Monolingual

η, ΝΑ φιλέραστος
η αγάπη για τους έρωτες
αρχ.
η αγάπη για τον εραστή.

Greek Monotonic

φῐλεραστία: ἡ, αφοσίωση σε έναν εραστή, σε Πλάτ.

Middle Liddell

φῐλεραστία, ἡ, [from φῐλεραστής]
devotion to a lover, Plat.